- ἄποδες
- ἄπουςwithout footmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νέπους — νέπους, οδος, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οι νέποδες α) τέκνα («νέποδες καλῆς Ἁλοσύδνης» Ομ. Οδ.) β) οι απόγονοι («ἀθάνατοι δὲ καλεῡνται ἑοὶ νέποδες», Θεόκρ.) γ) τα ζώα που έχουν νηκτικές μεμβράνες στα πόδια και κολυμπούν με τα πόδια δ) υδρόβια ζώα ε)… … Dictionary of Greek
PHOCA — inter minora cete, talia enim Phoca, delphin, hippopotamus; sicut maiora Pristis, orea, balena. E quibus phoca et hippopotamus pilos, pedesque et collum habent: at balenae et delphini corium glabrum et pinnae pro pedibus et pro collo fistula in… … Hofmann J. Lexicon universale
VOLATUS — agitatione alarum fit in aere, sicut natatio pinnatum in aquis, ac directione caudae, quae id avi est, quod navi clavus. Unde ex milvi inprimis volatu, navigandi Attem primam cepisse originem, sunt qui scribant. Ut autem ad progressum, natationem … Hofmann J. Lexicon universale
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
μυρμηγκιά — Γενική ονομασία των εντόμων της μεγάλης οικογένειας των μυρμηκιδών, της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι γνωστά πάνω από 6.000 είδη μ., που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και σε διάφορες λεπτομερείς: όλα όμως έχουν μερικά κοινά μορφολογικά… … Dictionary of Greek
μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… … Dictionary of Greek
σμέρνα — Ορεινός οικισμός (300 κάτ., υψόμ. 650 μ.), στην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (15τ. χλμ., 300κάτ.). * * * και σμύρνα, η, Ν 1. ζωολ. κοινή ονομασία τού ιοβόλου ψαριού τών θερμών θαλασσών Μuraena helena που… … Dictionary of Greek
χέλι — (anguilla anguilla). Επιστημονικά ονομάζεται έγχελυς ο κοινός. Τελεόστεος ιχθύς με σώμα κυλινδρικό στην κεντρική και εμπρόσθια ζώνη και πεπλατυσμένο πλευρικά στο ουραίο τμήμα. Έχουν γκρίζο χρώμα στη ράχη και κιτρινωπό στην κοιλιά, παίρνουν όμως… … Dictionary of Greek
κεραμβυκίδες — (cerambycidae). Μεγάλη οικογένεια εντόμων της τάξης των κολεοπτέρων. Περιλαμβάνει περίπου 30.000 είδη, τα οποία ζουν κυρίως σε υποτροπικές και τροπικές περιοχές. Χαρακτηρίζονται από το μεγάλο σώμα τους, το οποίο είναι επίμηκες και κυλινδρικό,… … Dictionary of Greek
κολεόπτερα — Τάξη εντόμων, η μεγαλύτερη όλου του ζωικού βασιλείου, με περισσότερα από 350.000 καταγεγραμμένα είδη μέχρι σήμερα. Τα κ. είναι διαδεδομένα σε ολόκληρη την υδρόγειο, τόσο σε χερσαία όσο και σε υδάτινα ενδιαιτήματα. Το σχήμα και οι διαστάσεις τους… … Dictionary of Greek